- φόρεσις
- -έσεως, ἡ, Μβλ. φόρησις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορέσει — φόρεσις wearing of apparel fem nom/voc/acc dual (attic epic) φορέσεϊ , φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (epic) φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρεσιν — φόρεσις wearing of apparel fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρηση — η / φόρησις, ήσεως, ΝΜΑ, και φόρεσις, έσεως, Α [φορῶ] νεοελλ. βιολ. μορφή κοινοβίωσης κατά την οποία ένας οργανισμός μεταφέρεται από έναν άλλον οργανισμό ή και μεταφορικό μέσο χωρίς να υπεισέρχεται παρασιτισμός στη σχέση αυτή, όπως είναι λ.χ. η… … Dictionary of Greek
φορέσεως — φορέσεω̆ς , φόρεσις wearing of apparel fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέσῃ — φορέσηι , φόρεσις wearing of apparel fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)